- σηματοδότηση
- η, Ν [σηματοδοτώ]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σηματοδοτώ, η με ποικίλα σήματα μετάδοση πληροφοριών ορισμένου είδους σε ορισμένη απόσταση2. η τοποθέτηση ή διάταξη σημάτων και σηματοδοτών σε σιδηροδρομική γραμμή, οδική αρτηρία, πλωτό δίαυλο, κτήριο ή άλλη εγκατάσταση, σύνολο σημάτων με τα οποία διασφαλίζεται ορισμένο είδος πληροφόρησης, σήμανση3. μτφ. επισήμανση4. βιολ. η βιοκοινωνική διαδικασία που δημιουργεί τα πρότυπα κατανομής τών οργανισμών5. φρ. α) «αεροπορική σηματοδότηση»(αερ.) το σύνολο τών σημάτων και σηματοδοτών που τοποθετούνται στα αεροδρόμια, καθώς και εκείνων που φέρουν τα αεροσκάφη, για τη διευκόλυνση τής νυκτερινής, ιδίως, κυκλοφορίαςβ) «ναυτική σηματοδότηση»ναυτ. το σύνολο τών σημάτων και σημαντήρων που χρησιμοποιούνται στους πλωτούς διαύλους ή στα πλοία για τη διενέργεια τής ναυσιπλοΐας, καθώς και για την επικοινωνία μεταξύ τών σκαφώνγ) «οδική σηματοδότηση»συγκοιν. το σύνολο τών σημάτων και σηματοδοτών που θεσπίζονται από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και είναι τοποθετημένα στο οδικό δίκτυο, καθώς και η εγκατάστασή τουςδ) «σιδηροδρομική σηματοδότηση»συγκοιν. το σύνολο τών μηχανικών, φωτεινών, ακουστικών και άλλων σημάτων, καθώς και τών σηματοδοτών και τών προσήμων που χρησιμοποιούνται για την απρόσκοπτη, κανονική και χωρίς κινδύνους κυκλοφορία τών σιδηροδρομικών συρμών.
Dictionary of Greek. 2013.